ὀλιγοδάπανος

ὀλιγοδάπανος
ὀλιγοδάπανος
consuming
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγοδάπανος — και λιγοδάπανος, η, ο (Α ὀλιγοδάπανος, ον) αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος νεοελλ. αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δαπάνη, πρβλ. πολυ δάπανος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοδάπανον — ὀλιγοδάπανος consuming masc/fem acc sg ὀλιγοδάπανος consuming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοδάπανα — ὀλιγοδάπανος consuming neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδάπανος — εὐδάπανος, ον (Α) 1. αυτός που δαπανά πολλά, ο γενναιόδωρος («ἐλευθεριότης εὐδάπανος εἰς τὰ καλά», Αριστοτ.) 2. αυτός που απαιτεί μέτρια δαπάνη, ο ολιγοδάπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαπάνη] …   Dictionary of Greek

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • εύοικος — εὔοικος, ον (Α) 1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει καλά σπίτια 2. κατάλληλος, ευχάριστος, άνετος για κατοικία («οὐδ ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν», Οππ.) 3. αυτός που έχει λίγες δαπάνες, ο ολιγοδάπανος («τὰ ἴδια εὐοικότατός τε ἅμα καὶ …   Dictionary of Greek

  • εύωνος — η, ο (Α εὔωνος, ον) αυτός που αγοράζεται εύκολα, με μικρή τιμή, ευτελής, φθηνός, οικονομικός, προσιτός αρχ. (για πρόσ.) ολιγοδάπανος, αυτός που δέχεται μικρό μισθό για κάποια υπηρεσία. επίρρ... ευώνως (Α) με εύωνο τρόπο, αντί μικρής τιμής, φθηνά …   Dictionary of Greek

  • λιγοδάπανος — η, ο βλ. ολιγοδάπανος …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • οικονομολόγος — Οικονομική επιθεώρηση (1892 1903), με έδρα την Αθήνα. Από το 52o φύλλο της ο τίτλος της ήταν Ο. της Ελλάδος και Ανατολής και από το 1895 Ο. της Ανατολής. Από το 1896 εκδιδόταν στα γαλλικά (L’ Economiste d’ Orient). Με τον τίτλο Ο. Αθηνών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”